δοσίλογος

δοσίλογος
ο
βλ. δωσίλογος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δωσίλογος — και δοσίλογος, ο, η 1. αυτός που από τον νόμο υποχρεώνεται να λογοδοτήσει μετά το τέλος τής θητείας του 2. εκείνος που διαχειρίζεται εν όλω ή εν μέρει ξένη περιουσία και υποχρεώνεται να δώσει απολογισμό 3. ένοχος συνεργασίας με τα στρατεύματα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”